- διεισδύω
- (Α διεισδύω και διεισδύνω) [εισδύω]εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας τονεοελλ.1. κρύβομαι, τρυπώνω2. εμβαθύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεισδύω — διεισδύω, διείσδυσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διεισδύω — διείσδυσα 1. διαπερνώ κάτι: Διεισδύει πολύ κρύο από τις χαραμάδες της πόρτας. 2. χώνομαι κάπου, εισχωρώ: Η ρίζα του φυτού χρειάζεται να διεισδύσει βαθιά στο χώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδιαδύομαι — Α διεισδύω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαδύω «διεισδύω, τρυπώνω»] … Dictionary of Greek
συνδιικνούμαι — έομαι, Μ (αποθ.) διεισδύω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διικνοῦμαι «περνώ ανάμεσα, διεισδύω»] … Dictionary of Greek
αδιείσδυτος — η, ο [διεισδύω] 1. αυτός που δεν διείσδυσε, που δεν εισχώρησε κάπου 2. αυτός στον οποίο δεν εισχώρησε ή δεν μπορεί να εισχωρήσει κανείς … Dictionary of Greek
αντιπαρεκτείνομαι — ἀντιπαρεκτείνομαι (Α) εκτείνομαι και διεισδύω αμοιβαία σε κάποιον ή κάτι άλλο … Dictionary of Greek
διαδύω — και διαδύνω (AM) χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου αρχ. 1. διέρχομαι διά μέσου 2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω 3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες … Dictionary of Greek
διαπερνώ — (AM διαπερῶ, άω) [περνώ] 1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα 2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω 3. εισχωρώ, διεισδύω αρχ. 1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι 2. διέρχομαι 3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά 4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» εξουσιάζω όλη… … Dictionary of Greek
διείσδυση — η (AM διείσδυσις) [διεισδύω] το να διεισδύσει κάποιος κάπου νεοελλ. 1. εμβάθυνση 2. η αυτόματη ανάμιξη αερίων ή ρευστών με διαφορετικό ειδικό βάρος … Dictionary of Greek
διικνούμαι — διικνοῡμαι ( έομαι) (Α) [ικνούμαι] 1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω 2. διηγούμαι, εκθέτω 3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι 4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους 5. φθάνω ώς ένα σημείο 6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο … Dictionary of Greek